ὑπομενετικός — disposed to undergo masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομενετικός — ή, όν, ΜΑ, και ὑπομενητικός, ή, όν, Α [ὑπομενετός / ὑπομενητός] ὑπομονετικός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομενετικόν η ιδιότητα τού υπομονετικού αρχ. επίμονος, πεισματάρης … Dictionary of Greek
ὑπομενετικώτερον — ὑπομενετικός disposed to undergo adverbial comp ὑπομενετικός disposed to undergo masc acc comp sg ὑπομενετικός disposed to undergo neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομενετικῶν — ὑπομενετικός disposed to undergo fem gen pl ὑπομενετικός disposed to undergo masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομενετικόν — ὑπομενετικός disposed to undergo masc acc sg ὑπομενετικός disposed to undergo neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομενετικούς — ὑπομενετικός disposed to undergo masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομενετική — ὑπομενετικός disposed to undergo fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομενετικήν — ὑπομενετικός disposed to undergo fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομενετικῶς — ὑπομενετικός disposed to undergo adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομενετικώτατος — ὑπομενετικός disposed to undergo masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομενετικώτερος — ὑπομενετικός disposed to undergo masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)